- σύνθροος
- σύνθροοςsounding togethermasc/fem nom sgσύνθρουςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σύνθροον — σύνθροος sounding together masc/fem acc sg σύνθροος sounding together neut nom/voc/acc sg σύνθρους masc/fem acc sg σύνθρους neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνθρους — ουν και σύνθροος, ον, Α αυτός που εκπέμπει τον ίδιο ήχο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρους / θροος (< θροῦς «θόρυβος, μουρμούρισμα»), πρβλ. ἀλλό θρους, κακόθρους] … Dictionary of Greek